πυριτιδοποιία

πυριτιδοποιία
η
βιομηχανία κατασκευής πυρίτιδας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυριτιδοποιία — η, Ν η τέχνη ή η βιομηχανία παραγωγής πυρίτιδας και πυρομαχικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυριτιδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”